διχτυωτός

διχτυωτός
-ή, -ό
ο δικτυωτός*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καγιάκ — Στενόμακρη βάρκα που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν οι κάτοικοι της Αρκτικής για να ψαρεύουν. Σήμερα χρησιμοποιείται από ορισμένους Εσκιμώους του Καναδά και της Γροιλανδίας. Ο διχτυωτός σκελετός του κ. κατασκευάζεται από ξύλο ή κόκαλο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”